Μετάβαση στο περιεχόμενο

stationnaire

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
stationnaire stationnaires

Επίθετο

[επεξεργασία]

stationnaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. σταθμευμένος
  2. ακίνητος
  3. στάσιμος

Σύνθετα

[επεξεργασία]