statique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sta.tik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
statique statiques

statique (fr) αρσενικό ή θηλυκό