Μετάβαση στο περιεχόμενο

sternum

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sternum (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
sternum sternums

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sternum (fr) θηλυκό