stimulation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stimulation (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
stimulation | stimulations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stimulation (fr) θηλυκό
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη stimuler