stratégique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /stʁa.te.ʒik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
stratégique | stratégiques |
stratégique (fr) αρσενικό ή θηλυκό