Μετάβαση στο περιεχόμενο

stymie

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stymie (en)

(μεταφορικά και κυριολεκτικά) stymie (en)

  1. φέρνω εμπόδια, παρακωλύω, «βάζω τρικλοποδιά», εμποδίζω, παρεμποδίζω
  2. παρεμποδίζω την ανάπτυξη, προσπαθώ να καταστήσω/κάνω κάποιον/κάτι καχεκτικό