stymie
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]stymie (en)
Ρήμα
[επεξεργασία](μεταφορικά και κυριολεκτικά) stymie (en)
- φέρνω εμπόδια, παρακωλύω, «βάζω τρικλοποδιά», εμποδίζω, παρεμποδίζω
- παρεμποδίζω την ανάπτυξη, προσπαθώ να καταστήσω/κάνω κάποιον/κάτι καχεκτικό