subita
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | subita | subitaj |
αιτιατική | subitan | subitajn |
subita (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | subita | subitaj |
αιτιατική | subitan | subitajn |
subita (eo)