submersion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
submersion submersions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

submersion (fr) θηλυκό