subsidy
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
subsidy | subsidies |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]subsidy (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η επιχορήγηση, η επιδότηση
- ⮡ The financial needs of this municipality can’t be cured without a generous subsidy.
- Οι οικονομικές ανάγκες του δήμου δε θεραπεύονται χωρίς γενναία επιχορήγηση.
- ⮡ Farmers will lobby Congress for higher subsidies.
- Οι αγρότες θα ασκήσουν πιέσεις στο Κογκρέσο για υψηλότερες επιδοτήσεις.
- ⮡ The financial needs of this municipality can’t be cured without a generous subsidy.