Μετάβαση στο περιεχόμενο

subsidy

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
subsidy subsidies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

subsidy (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η επιχορήγηση, η επιδότηση
      The financial needs of this municipality can’t be cured without a generous subsidy.
    Οι οικονομικές ανάγκες του δήμου δε θεραπεύονται χωρίς γενναία επιχορήγηση.
      Farmers will lobby Congress for higher subsidies.
    Οι αγρότες θα ασκήσουν πιέσεις στο Κογκρέσο για υψηλότερες επιδοτήσεις.