subtenanto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | subtenanto | subtenantoj |
αιτιατική | subtenanton | subtenantojn |
subtenanto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | subtenanto | subtenantoj |
αιτιατική | subtenanton | subtenantojn |
subtenanto (eo)