successively
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- successively < successive + -ly
Επίρρημα
[επεξεργασία]successively (en) (χωρίς παραθετικά)
- διαδοχικά, αμέσως το ένα μετά το άλλο
- ↪ The president of the government received the parties’ leaders successively.
- Ο πρόεδρος της κυβερνήσεως δέχτηκε διαδοχικά τους αρχηγούς των κομμάτων.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη consecutively
- ↪ The president of the government received the parties’ leaders successively.