sunny
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | sunny |
συγκριτικός | sunnier |
υπερθετικός | sunniest |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
sunny (en)
- ηλιόλουστος
- ↪ It’s sunny and it’s hot.
- Έχει ήλιο και κάνει ζέστη.
- ↪ It’s sunny and it’s hot.