superabundo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | superabundo | superabundoj |
αιτιατική | superabundon | superabundojn |
superabundo (eo)
- η υπεραφθονία, η περίσσεια