Μετάβαση στο περιεχόμενο

surenchérissement

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
surenchérissement < surenchérir

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
surenchérissement surenchérissements

surenchérissement (fr) αρσενικό