surfaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

surfaire (fr)

  1. (λογοτεχνικό) εκτιμώ κάτι σε υπερβολική τιμή, προτείνω πολύ μεγαλύτερη τιμή απ' ό,τι αξίζει
  2. (μεταφορικά) εκτιμώ υπερβολικά κάποιον

Συγγενικά

[επεξεργασία]