surmontable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
surmontable | surmontables |
Επίθετο[επεξεργασία]
surmontable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να ξεπεραστεί
ενικός | πληθυντικός |
surmontable | surmontables |
surmontable (fr) αρσενικό ή θηλυκό