Μετάβαση στο περιεχόμενο

insurmontable

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
insurmontable < in- + surmontable

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ̃.syʁ.mɔ̃.tabl/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
insurmontable insurmontables

insurmontable (fr) αρσενικό ή θηλυκό