sveda
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sveda | svedaj |
αιτιατική | svedan | svedajn |
sveda (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sveda | svedaj |
αιτιατική | svedan | svedajn |
sveda (eo)