Μετάβαση στο περιεχόμενο

sword

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
sword swords

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sword (en)

  • (οπλισμός) το σπαθί
      The grip of the sword was covered with leather for better handling.
    Η λαβή του σπαθιού ήταν καλυμμένη με δέρμα για καλύτερο κράτημα.