Μετάβαση στο περιεχόμενο

symphony

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
symphony symphonies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

symphony (en)

  1. (μουσική) η συμφωνία
      The symphony orchestra doesn’t have guitars.
    Η συμφωνική ορχήστρα δεν έχει κιθάρες.
  2. αρμονία, ταίριασμα