syphilitique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

syphilitique < syphilis

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
syphilitique syphilitiques

syphilitique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. συφιλιδικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
syphilitique syphilitiques

syphilitique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αυτός (ή αυτή) που πάσχει από σύφιλη