συφιλιδικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
συφιλιδικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που έχει σχέση με τη σύφιλη, αναφέρεται σ’ αυτή ή την προκαλεί
- (ουσιαστικοποιημένο) (ιατρική) αυτός που έχει σύφιλη
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σύφιλη
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συφιλιδικός