σύφιλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σύφιλη | οι | σύφιλες |
γενική | της | σύφιλης | — | |
αιτιατική | τη | σύφιλη | τις | σύφιλες |
κλητική | σύφιλη | σύφιλες | ||
όπως «ρίγανη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σύφιλη < (καθαρεύουσα) σύφιλις (γενική συφίλιδος) < νεολατινική syphilis < Syphilis[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σύφιλη θηλυκό
- (ιατρική) λοιμώδες αφροδίσιο νόσημα που προκαλείται από το μικρόβιο ωχρά σπειροχαίτη με εξάνθημα κατά τη δευτερογενή και τριτογενή περίοδο
[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- ↑ Τίτλος επικού ποιήματος (1530) του ιταλού γιατρού και ποιητή Τζιρόλαμο Φρακαστόρο με πρωταγωνιστή τον Syphilus
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σύφιλη