systématique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sis.te.ma.tik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
systématique systématiques

systématique (fr) αρσενικό ή θηλυκό