systématique
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /sis.te.ma.tik/
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
systématique | systématiques |
systématique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
systématique | systématiques |
systématique (fr) αρσενικό ή θηλυκό