ténor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ténor | ténors |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ténor < (άμεσο δάνειο) ιταλική tenore
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ténor (fr) αρσενικό
- (μουσική) τενόρος
- πασίγνωστο άτομο σε κάποια δραστηριότητα