tenor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tenor (en)
- γενική ιδέα, νόημα (ομιλίας, επιστολής)
- γενική κατεύθυνση, πορεία (γεγονότων, της ζωής)
- (μουσική)
- (οικονομία) → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
- (νομική) → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
- (γλωσσολογία) → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
- (μεταφορικά) κλίμα, ατμόσφαιρα (μεταφορικά, όχι μετεωρολογικά) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Επίθετο[επεξεργασία]
tenor (en)
- (μουσική)
- οξύφωνος, με την έκταση ή τις ιδιότητες του τενόρου
- he has a beautiful tenor voice: (αυτός) έχει μια ωραία φωνή τενόρου
- this is a tenor instrument: αυτό είναι ένα οξύφωνο (τενόρο) όργανο
- για ποικιλία οργάνου που καλύπτει την έκταση του τενόρου σε αντιδιαστολή με άλλα της ίδιας οικογένειας
- tenor saxophone, alto saxophone: τενόρο σαξόφωνο, άλτο σαξόφωνο
- οξύφωνος, με την έκταση ή τις ιδιότητες του τενόρου
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- tenor < teneo + -or < tendo < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ten-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tenor αρσενικό
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tenor | tenorēs |
γενική | tenoris | tenorum |
δοτική | tenorī | tenoribus |
αιτιατική | tenorem | tenorēs |
κλητική | tenor | tenorēs |
αφαιρετική | tenore | tenoribus |
Παράγωγα σε άλλες γλώσσες[επεξεργασία]
- ιταλικά : tenore (απ' όπου το δάνειο: νέα ελληνική : τενόρος)