tacitly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

tacitly (en)

  • σιωπηρά, χωρίς κάτι να λέγεται αλλά να υπονοείται