tale

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: talé
      ενικός         πληθυντικός  
tale tales

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tale (en)

  1. το παραμύθι, φανταστική διήγηση
    ⮡  I heard of the tale from my grandfather.
    Το παραμύθι το ΄χω ακουστά από τον παππού μου.
    → δείτε τους όρους fairy tale και folk tale
  2. η ιστορία που είναι μια ενδεχομένως ψεύτικη αφήγηση σαν παραμύθι, συναρπαστική προφορική διήγηση ενός γεγονότος, η οποία μπορεί να μην είναι απολύτως αληθινή
    ⮡  I love listening to his tales of life at sea.
    Μου αρέσει να ακούω τις ιστορίες του για τη ζωή στη θάλασσα.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]



Επίρρημα

[επεξεργασία]

tale (io)