tale
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tale | tales |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tale (en)
- το παραμύθι, φανταστική διήγηση
- ⮡ I heard of the tale from my grandfather.
- Το παραμύθι το ΄χω ακουστά από τον παππού μου.
- → δείτε τους όρους fairy tale και folk tale
- ⮡ I heard of the tale from my grandfather.
- η ιστορία που είναι μια ενδεχομένως ψεύτικη αφήγηση σαν παραμύθι, συναρπαστική προφορική διήγηση ενός γεγονότος, η οποία μπορεί να μην είναι απολύτως αληθινή
- ⮡ I love listening to his tales of life at sea.
- Μου αρέσει να ακούω τις ιστορίες του για τη ζωή στη θάλασσα.
- ⮡ I love listening to his tales of life at sea.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]
Ίντο (io)
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]tale (io)