tarama
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tarama | taramas |
tarama (fr) αρσενικό
- (γαστρονομία) ο ταραμάς, η ταραμοσαλάτα