tautochrone
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tautochrone | tautochrones |
Επίθετο[επεξεργασία]
tautochrone (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
tautochrone | tautochrones |
tautochrone (fr) αρσενικό ή θηλυκό