Μετάβαση στο περιεχόμενο

tautochrone

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
tautochrone tautochrones

Επίθετο

[επεξεργασία]

tautochrone (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]