technician
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
technician | technicians |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]technician (en)
- (επάγγελμα) ο τεχνικός
- ⮡ a TV technician - τεχνικός τηλεοράσεων
- ⮡ I asked a specialized technician and he explained everything to me.
- Ρώτησα έναν εξειδικευμένο τεχνικό και μου τα εξήγησε όλα.