technician

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
technician technicians

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

technician (en)

  • (επάγγελμα) ο τεχνικός
    a TV technician - τεχνικός τηλεοράσεων
    I asked a specialized technician and he explained everything to me.
    Ρώτησα έναν εξειδικευμένο τεχνικό και μου τα εξήγησε όλα.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]