terminaison
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- terminaison < terminer < λατινική terminatio
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| terminaison | terminaisons |
terminaison (fr) θηλυκό
| ενικός | πληθυντικός |
| terminaison | terminaisons |
terminaison (fr) θηλυκό