Μετάβαση στο περιεχόμενο

terminaison

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
terminaison < terminer < λατινική terminatio

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
terminaison terminaisons

terminaison (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]