terrine

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
terrine terrines

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

terrine (fr) θηλυκό

  1. είδος πήλινου δοχείο
  2. είδος πατέ που παρασκευάζεται στο παραπάνω δοχείο