testament
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
testament | testaments |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
testament (fr) αρσενικό
- η διαθήκη
[επεξεργασία]
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- testament < λατινική testamentum
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
testament (pl) αρσενικό
- η διαθήκη