testudo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | testudo | testudoj |
αιτιατική | testudon | testudojn |
testudo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | testudo | testudoj |
αιτιατική | testudon | testudojn |
testudo (eo)