thaumaturgique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- thaumaturgique < thaumaturge
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /to.ma.tyʁ.ʒik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
thaumaturgique | thaumaturgiques |
thaumaturgique (fr) αρσενικό ή θηλυκό