thaumaturge

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
thaumaturge < αρχαία ελληνική θαυματουργός

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
thaumaturge thaumaturges

thaumaturge (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
thaumaturge thaumaturges

thaumaturge (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]