through and through
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Έκφραση
[επεξεργασία]through and through (en)
- (ιδιωματισμός) πέρα ως πέρα
He’s a scoundrel through and through.
- Είναι παλιάνθρωπος πέρα ως πέρα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely