thym
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
thym | thyms |
thym (fr) αρσενικό
- το θυμάρι
ενικός | πληθυντικός |
thym | thyms |
thym (fr) αρσενικό