Μετάβαση στο περιεχόμενο

tide over

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας tide over
γ΄ ενικό ενεστώτα tides over
αόριστος tided over
παθητική μετοχή tided over
ενεργητική μετοχή tiding over

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
tide over <  δείτε τις λέξεις tide και over

tide over (en)

  • περνάω, βοηθώ κάποιον σε μια δύσκολη περίοδο παρέχοντας αυτό που χρειάζεται
    παράδειγμα  This money will tide us over until I can find another job.
    Με αυτά τα χρήματα θα περάσουμε ώσπου να βρω άλλη δουλειά.