Μετάβαση στο περιεχόμενο

timide

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
timide timides

timide (fr) αρσενικό ή θηλυκό