tinto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tinto | tintos |
θηλυκό | tinta | tintas |
tinto (pt)
- (για κρασί, κ.α.) κόκκινος
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tinto | tintos |
θηλυκό | tinta | tintas |
tinto (pt)