Μετάβαση στο περιεχόμενο

tir

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: TIR
      ενικός         πληθυντικός  
tir tirs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tir (fr) αρσενικό

  1. ο πυροβολισμός
  2. (συνεκδοχικά) χώρος σκοποβολής
  3. (αθλητισμός) το σουτ, το σουτάρισμα, η βολή

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη tirer