tiring

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός tiring
συγκριτικός more tiring
υπερθετικός most tiring

tiring (en)

  • κουραστικός
    It’s tiring working in the garden.
    Είναι κουραστικό να δουλεύεις στον κήπο.
    The work of a teacher may be tiring but it isn’t tiresome.
    Η δουλειά του δάσκαλου μπορεί να είναι κουραστική αλλά δεν είναι βαρετή.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fatiguing

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

tiring (en)