tire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tire | tires |
tire (en) (ΗΠΑ), (Καναδάς) ή tyre (ΗΒ), (Αυστραλία)
- το λάστιχο, το ελαστικό ενός τροχού
- ↪ My car has a flat tire.
- Tο αυτοκίνητο μου έχει ένα σκασμένο λάστιχο.
- ↪ My car has a flat tire.
- (αρχική σημασία) η μεταλλική επένδυση γύρω από έναν ξύλινο τροχό
- (παρωχημένο) ένδυση
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | tire |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tires |
αόριστος | tired |
παθητική μετοχή | tired |
ενεργητική μετοχή | tiring |
tire (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κουράζω κάτι ή κάποιον άλλο· κουράζομαι
- ↪ This child tires me.
- Με κουράζει αυτό το παιδί.
- ↪ This child tires me.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tire | tires |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tire (fr) θηλυκό
- (μέσο μεταφορών, αργκό) το αυτοκίνητο