tired
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | tired |
συγκριτικός | more tired |
υπερθετικός | most tired |
tired (en)
- κουρασμένος
- ↪ My legs are tired.
- Τα πόδια μου είναι κουρασμένα.
- ↪ The players have gotten tired.
- Οι παίκτες έχουν κουραστεί.
- ↪ The soccer player has got tired of running.
- Ο ποδοσφαιριστής έχει κουραστεί να τρέχει.
- ↪ My legs are tired.
- μπουχτίζω
- ↪ I got tired of eating/listening to the same things.
- Μπούχτισα να τρώω/να ακούω τα ίδια και τα ίδια.
- ↪ I got tired of eating/listening to the same things.
- κοινότοπος, κλισέ, βαρετό γιατί έχει χρησιμοποιηθεί πάρα πολύ
- ↪ The movie’s dialogue was so tired that you could guess the next line.
- Ο διάλογος της ταινίας ήταν τόσο κοινότοπος/κλισέ που μπορούσες να μαντέψεις την επόμενη ατάκα.
- ↪ The movie’s dialogue was so tired that you could guess the next line.
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
tired (en)