tired

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός tired
συγκριτικός more tired
υπερθετικός most tired

tired (en)

  1. κουρασμένος
    My legs are tired.
    Τα πόδια μου είναι κουρασμένα.
    The players have gotten tired.
    Οι παίκτες έχουν κουραστεί.
    The soccer player has got tired of running.
    Ο ποδοσφαιριστής έχει κουραστεί να τρέχει.
  2. μπουχτίζω
    I got tired of eating/listening to the same things.
    Μπούχτισα να τρώω/να ακούω τα ίδια και τα ίδια.
  3. κοινότοπος, κλισέ, βαρετό γιατί έχει χρησιμοποιηθεί πάρα πολύ
    The movie’s dialogue was so tired that you could guess the next line.
    Ο διάλογος της ταινίας ήταν τόσο κοινότοπος/κλισέ που μπορούσες να μαντέψεις την επόμενη ατάκα.

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

tired (en)

Πηγές[επεξεργασία]