tolérance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: tolérance

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
tolérance tolérances

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

tolérance (fr) θηλυκό