touchant
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | touchant | touchants |
θηλυκό | touchante | touchantes |
touchant (fr)
Επίρρημα
[επεξεργασία]touchant (fr)
- σχετικά με, σε ό,τι αφορά