tourbier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
tourbier tourbiers

tourbier (fr) αρσενικό

  1. αυτός που ασχολείται με την εξόρυξη της τύρφης

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό tourbier tourbiers
θηλυκό tourbière tourbières

tourbier (fr)

  1. σχετικός με την τύρφη