trèfle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
trèfle | trèfles |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
trèfle (fr) αρσενικό
- (φυτό) το τριφύλλι
- (χαρτοπαίγνιο) το σπαθί (στην τράπουλα)
ενικός | πληθυντικός |
trèfle | trèfles |
trèfle (fr) αρσενικό